επιβραδυντικός

επιβραδυντικός
geçiktirici, ağırlaştırıcı, yavaşlatıcı

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιβραδυντικός — ή, ό αυτός που προκαλεί επιβράδυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιβραδύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] …   Dictionary of Greek

  • επιβραδυντικός — ή, ό που προκαλεί επιβράδυνση ή συντελεί σ αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”